γενεσιάρχης

γενεσιάρχης
γενεσι-άρχης, ου, ,
A creator,

τοῦ κάλλους LXX Wi.13.3

; of the Sun, Jul.Astr.in Cat.Cod.Astr.1.136.2.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • γενεσιάρχης — γενεσιάρχης, ο (AM) ο δημιουργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < γένεσις + αρχης < άρχω] …   Dictionary of Greek

  • γενεσιάρχης — creator masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενεσιάρχην — γενεσιάρχης creator masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενεσιάρχου — γενεσιάρχης creator masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -άρχης — [ΕΤΥΜΟΛ. Β συνθετικό λέξεων όλων των περιόδων της ελληνικής γλώσσας (Αρχαίας, Μεσαιωνικής, Νεοελληνικής) που προέρχεται από το ρ. άρχω και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη. Σύνθετες λέξεις της Αρχαίας σε άρχης επιδίδουν κυρίως στην Ιωνική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”